Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ


Ο τρόπος λειτουργίας της Δημόσιας Εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες και σε όλα τα επίπεδα (οργανωτικό, παιδαγωγικό, διοικητικό) έχει παγιωθεί εδώ και δεκαετίες και κατά καιρούς έχει δεχτεί επικρίσεις. Αν λάβουμε υπόψη μας το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησής της, αντιλαμβανόμαστε ότι οι επαγγελματίες εκπαιδευτικοί έχουν ελάχιστα εργαλεία στα χέρια τους ώστε να μπορέσουν να επηρεάσουν τις όποιες αλλαγές εντός του χώρου της εργασίας τους. Ακόμη και το συνδικαλιστικό κίνημα έχει αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της μείωσης του μόνιμου προσωπικού αλλά και λόγω της παραταξιακής λογικής που επικράτησε στο εσωτερικό του. Η συμμετοχή για παράδειγμα των αιρετών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια αντί να λειτουργήσει ως έλεγχος της Διοίκησης τελικά λειτούργησε σε μια λογική εξυπηρετήσεων και εκδούλευσης. Από την άλλη πλευρά η επίσημη Πολιτεία δεν φαίνεται να έχει τη διάθεση να επενδύσει στην εκπαίδευση και να συντάξει ένα σοβαρό πολυετές πλάνο βάσει του οποίου θα αναβαθμίσει το Δημόσιο Σχολείο. Απεναντίας οι κινήσεις της δείχνουν ότι προσβλέπει σε περαιτέρω υποβάθμισή του.
          Η επιλογή της άρσης των μονίμων διορισμών αποτελεί μια στρατηγική επιλογή την οποία είδαμε να εφαρμόζουν 4  διαφορετικά κυβερνητικά σχήματα (από το 2010 και εντεύθεν), που – υποτίθεται – είχαν μεταξύ τους ιδεολογικές διαφορές στα θέματα της εκπαίδευσης. Τα υποστελεχωμένα σχολεία, ειδικά της Περιφέρειας, σε συνδυασμό με την έλλειψη υποστήριξης του διδακτικού έργου δεν μπορούν να επιτελέσουν το σκοπό τους. Στην πρόσφατη υγειονομική κρίση το Υπ. Παιδείας πρότεινε την εξ αποστάσεως εκπαίδευση θεωρώντας de facto ότι μαθητές και εκπαιδευτικοί έχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Αυτό δείχνει όλη την προχειρότητα και την έλλειψη οργάνωσης σε ένα τομέα που όλοι γνωρίζουμε ότι σχετίζεται άμεσα με την οικονομία και την ανάπτυξη, που τα τελευταία χρόνια αποτελεί το ζητούμενο για τη χώρα.
          Αυτή η πραγματικότητα δεν προοιωνίζεται τίποτε θετικό για το μέλλον. Ειδικότερα δε, σε μια εποχή που οι εργασιακές σχέσεις μεταβάλλονται και εισάγεται μια νέα ορολογία όπως «εξ αποστάσεως εργασία», «εκ περιτροπής απασχόληση», «αποσύνδεση μισθών από τον κρατικό προϋπολογισμό», «ατομική αξιολόγηση» κλπ. Ο στόχος λοιπόν είναι η συρρίκνωση του Δημόσιου Σχολείου σε όλα τα επίπεδα, η μεταβολή των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού η  απαγκίστρωση από την κρατική ομπρέλα. Κάποιοι μιλούν για 50% μείωση μέσα στην επόμενη 10ετία γεγονός που θα το υποβαθμίσει και θα το μεταβάλλει σε σχολείο Β΄ κατηγορίας στο οποίο θα φοιτούν μαθητές από φτωχά κοινωνικά στρώματα, αλλοδαποί με προβλήματα ένταξης και παιδιά με μαθησιακά προβλήματα (έτσι εξηγούνται οι 4.500 διορισμοί της Ειδικής Αγωγής). Στον αντίποδα θα υπάρχουν Ιδιωτικά Σχολεία με απαγορευτικά δίδακτρα, κατάλληλα μόνο για παιδιά που έχουν το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο να αναταποκριθούν. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί δε θα έχουν κίνητρο να επιζητούν διορισμό σε ένα υποβαθμισμένο και πλήρως απαξιωμένο σχολείο και θα στραφούν στην ελεύθερη αγορά, όπου ενδεχομένως και οι αμοιβές θα είναι μεγαλύτερες.
Ως εδώ όλα καλά. Η πορεία αυτή όμως δε μπορεί να γίνει μόνο με νομοθετικές ρυθμίσεις. Πρέπει να πειστεί και η κοινωνία ότι το Δημόσιο Σχολείο έπαψε να επιτελεί το σκοπό του. Γι΄ αυτό πρέπει να απαξιωθεί με κάθε τρόπο. Να απαξιωθούν οι υποδομές του, το έμψυχο δυναμικό του, η προοπτική του, οτιδήποτε έχει σχέση με αυτό. Παρατηρούμε τελευταία ότι αυτό ξεκίνησε με τις διαρκείς επιθέσεις εναντίον των εκπαιδευτικών από εντεταλμένους της δημοσιογραφίας που αργά αλλά σταθερά διαμορφώνουν μια κοινή γνώμη εχθρική απέναντι στη Δημόσια Εκπαίδευση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δυστυχώς πολλοί εκπαιδευτικοί (κυρίως συνδικαλιστές και στελέχη) ΔΕΝ αντιλαμβάνονται ότι επιμένοντας σε παλιά παραταξιακά κλισέ όχι μόνο δε βοηθάμε τους εαυτούς μας αλλά στρώνουμε το χαλί σε δυσμενείς για την εργασία μας εξελίξεις. Η Ομοσπονδία αντί να ψάξει να βρει νέους τρόπους δράσης και κυρίως να προτείνει στην ηγεσία νέο πλαίσιο λειτουργίας της εκπαίδευσης επιμένει σε λογικές περασμένων δεκαετιών. Έπαψε πλέον να εκφράζει και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Οι απεργίες και τα συλλαλητήρια είναι πρακτικές που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν πλέον απήχηση στον εκπαιδευτικό κόσμο. Για να προτείνουμε βέβαια απαραίτητο είναι να έχουμε πρώτα συμφωνήσει μεταξύ μας εμείς οι εκπαιδευτικοί στις βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν το σχολείο σε επίπεδο οργανωτικό, διοικητικό και παιδαγωγικό. Η έλλειψη συμφωνίας μας αφήνει έκθετους στις ορέξεις όχι μόνο της ηγεσίας αλλά και μιας κατακερματισμένης ανθρωποφαγικής κοινωνίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα χρόνια της κρίσης.   
Θεωρώ ότι καμία πρόταση δεν είναι απορριπτέα πριν καν συζητηθεί από όποια πλευρά κι αν προέρχεται. Πρέπει να συνδιαμορφώσουμε ένα πλαίσιο σύγκλισης αφήνοντας οριστικά πίσω μας τις πλαστές διαχωριστικές γραμμές που κάποτε εξυπηρέτησαν πολιτικά συμφέροντα και εν πολλοίς έβλαψαν τον κλάδο. Ας γίνουμε επιτέλους πραγματιστές κι ας δούμε το συλλογικό συμφέρον μας πέρα από προσωπικούς υπολογισμούς και νοοτροπίες που ανήκουν σε άλλες εποχές. Σε διαφορετική περίπτωση θα δεχόμαστε μοιρολατρικά τις αποφάσεις των κυβερνήσεων και εκ των υστέρων θα διαπιστώνουμε πόσο καλύτερη θα ήταν η εξέλιξη αν είχαμε δράσει έγκαιρα, αποφασιστικά και κυρίως συντονισμένα.